Βάζω στο μαγνητόφωνο
παλιά Ιταλικά τραγούδια
να δημιουργήσω μια φωλιά
κι από κει ν’ αγναντεύω τον κόσμο
με ασφάλεια.
Αυτό το πρωινό του Οκτώβρη
που τα μάτια υγραίνουν παράξενα.
Μια γουλιά καφέ
και πάμε για το …επόμενο
Βάζω στο μαγνητόφωνο
παλιά Ιταλικά τραγούδια
να δημιουργήσω μια φωλιά
κι από κει ν’ αγναντεύω τον κόσμο
με ασφάλεια.
Αυτό το πρωινό του Οκτώβρη
που τα μάτια υγραίνουν παράξενα.
Μια γουλιά καφέ
και πάμε για το …επόμενο
Του άρεσαν οι δήμιοι!
Παθιάζονταν με τη σχέση που είχαν
με τη ζωή και το θάνατο.
Δεν ήξερε όμως, ο δόλιος,
ότι την εξουσία τους την έπαιρναν
από κεφάλια σαν το δικό του.
Νόμιζα ότι είχα εννιά ζωές
αλλά φεύγει η μία
και δε βλέπω την άλλη να 'ρχεται.
Η εποχή των τεράτων φίλε Αντόνιο!
Κοιτώ τους συνομήλικους
ίσως και τους πιο μεγάλους
και σκέφτομαι:
Πόσο άσχημοι!
σχεδόν φαιδροί!
Ύστερα κοιτιέμαι
στη σέλφι που έβγαλα πριν λίγο
και σκέφτομαι:
Πόσος άσχημος!
Σχεδόν φαιδρός!
Δεμάτια άχυρο πλεγμένα
στέκονται στα μάτια σου μπροστά
και σου κρύβουν το φως
Ξέρεις ότι υπάρχει
αλλά δεν το βλέπεις!
Πολλές εικόνες χτεσινές
η μία παν στην άλλη
κρύβουν αυτό που έρχεται
μ’ αυτό που πέρασε.
Και το φως
Αυταπάτη;
Η ίδια Κυριακή
Κάποιες φορές με βροχή
Κάποιες άλλες με ματοβαμμένα ηλιοβασιλέματα
Πάντα όμως με το ρόγχο της Αθλητικής Κυριακής.
Αναμονή
Αναμονή
Αναμονή
Κι ύστερα;
Δεν έχει άλλο!
Δεν έχεις ούτε κάτι
ούτε χρόνο
Τίποτα!
Α!
Συμβουλές δεν έχει
Είναι μια ομίχλη
ανεξήγητη
Και λες:
Οι άλλοι άνθρωποι πως να 'ναι;
Τη βλέπουν κι αυτοί;
Μετά τους βλέπεις να τρέχουν
σα να ξέρουν το δρόμο
ή σα να βλέπουν καθαρά.
Μπα!
Ξέρουν το δρόμο
λες
Είναι η λέξη που χτυπάει την πόρτα να βγει
Η ορμή της λέξης που θέλει να τυπωθεί
να δώσει σχήμα στο κενό
σκοτάδι στο παρθένο λευκό χρώμα
Η βία του μαύρου παντού
Ο θόρυβος της λέξης κοντοστέκεται
Και περιμένει …..