Όταν έρθεις σε επαφή με το θάνατο είναι σα να έχεις κοιτάξει σφαίρα κατάματα και να έχεις σκύψει την κατάλληλη στιγμή. Κάθεσαι μετά κι αναρωτιέσαι για το νόημα της ζωής, για τους τριγύρω σου, για τη ζωή σου. Αισθάνεσαι τόσο μικρός και βλέπεις τόσο ασήμαντη τη ζωή σου πριν και μετά που θες να βγεις να το φωνάξεις. Μετά όμως κοιτάς τα χρώματα, μυρίζεις το χώμα μετά τη βροχή, ακούς τις φωνές των παιδιών σου και σταματάς ν’ αναρωτιέσαι. Αφήνεις τις αισθήσεις να κάνουν τη δουλειά τους κι όταν θα έρθουν τα γηρατειά σου το ξανασκέφτεσαι.
Ένα καπέλο με χάρτινα λουλούδια βαμμένα με ξυλομπογιά σκαρφάλωσε στο πορτατίφ. Ένα μπουκάλι νερού με γαλάζια και μπλε ακρυλικά λουλούδια ζωγραφισμένα πάνω του έμεινε ανοιχτό απ’ τη διακοπή του ρεύματος ακόμη, ο καφές τελείωσε και γω νομίζω πως πρέπει να βγω μια βόλτα.