Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου. Πάνε κιόλας 3 μέρες που τέλειωσε το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας και δεν αξιώθηκα ούτε μια κουβέντα να γράψω. Όχι! το χρόνο μου δεν τον έφαγαν η περισυλλογή κι οι πολλές αναλύσεις. Περισσότερο τρεξίματα, δουλειές και τέτοια. Εξάλλου, τι να σκεφτείς και τι να αναλύσεις ; Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει! Μία από τις λίγες ταινίες που εισέπραξαν μαζικό, συνεχές και θορυβώδες χειροκρότημα, αγνοήθηκε Πλήρως απ’ την κριτική επιτροπή. Κι όταν λέω Αγνοήθηκε, εννοώ πως δεν απασχόλησε ούτε στο ελάχιστο την κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ. Απόδειξη γι’ αυτό, το γεγονός ότι η ταινία δεν ήταν ενταγμένη ούτε στα πλαίσια της συζήτησης και του προβληματισμού για κάποια κατηγορία βραβείων. Ξέρετε …. Προτάθηκαν δύο ταινίες απ’ την επιτροπή και με ψήφους 3 έναντι 2 ….. κ.λπ
Τελευταία στιγμή, τα προσχήματα σώθηκαν από την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου που της έδωσε μισό (1/2) βραβείο. Η εξήγηση που έδωσα στον εαυτό μου είναι ότι είναι λίγο δύσκολο οι Βουλγαράκηδες των Υποκλοπών, των Πακιστανών και των καμερών παρακολούθησης ως πολιτικά αφεντικά του Φεστιβάλ να βραβεύσουν αυτούς που τους καταγγέλλουν!
Όπως θα καταλάβατε όσοι παρακολουθήσατε το φεστιβάλ, αναφέρομαι στην ταινία της Μαρίας Μαγκανάρη «Κλαίνε την ώρα που τα σκοτώνουν». Τη μοναδική ίσως πολιτική ταινία του φεστιβάλ. Μια ταινία που στηλιτεύει με τον δηκτικότερο τρόπο την ποινικοποίηση και ισοπέδωση της οποιασδήποτε διαφορετικότητας, μέσω των δικτύων παρακολούθησης. Που ανάγει την κάμερα παρακολούθησης σε πολεμικό εργαλείο της άρχουσας τάξης ενάντια σε όσους αρνούνται να δεχτούν την ομοιομορφία ως κανόνα. Που καταγγέλλει τη σιωπή και την υποταγή ως μονόδρομο για την επιβίωση, αφήνοντας στο τέλος ένα παραθυράκι για να μπει Φως Ανατρεπτικό.
Κλαίνε την ώρα που τους βλέπουν!
Τώρα, όσον αφορά την αποτίμηση του φετινού 30ου Ελληνικού και 13ου Διεθνούς Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας. Από πού ν’ αρχίσεις και που να τελειώσεις! Ας τα πάρουμε όμως τα πράματα απ’ την αρχή.
Αίθουσα – Panic Room
Τ’ «Αστέρια» μας άφησαν για ν’ ακολουθήσουν τη μοίρα όλων των κινηματογραφικών αιθουσών που η υπεραξία της θέσης τους μειώνει την όποια λειτουργική και ιστορική τους αξία στο ελάχιστo
- Και τώρα;
- Μα έχουμε τα «Ολύμπια»
- Ναι αλλά τα Ολύμπια χωράνε με το ζόρι 300 άτομα, απ’ τα οποία τα 100 στις μπροστινές «δύσκολες» θέσεις. Αν βγάλουμε μάλιστα και τις θέσεις της κριτικής επιτροπής και των διαγωνιζόμενων, τότε για τους θεατές δε μένουν ούτε 100 θέσεις της προκοπής.
- Α! Καλά! Τότε θα αγγαρέψουμε και το Ωδείο!
- Ναι αλλά η αίθουσα του Ωδείου είναι αμφιθεατρική και ως εκ τούτου η μισή ακατάλληλη. Κι εκτός αυτού, το τζέρτζελο θα γίνεται στα Ολύμπια. Εκ των πραγμάτων δηλαδή στο Ωδείο δημιουργούμε μια αίθουσα προβολών Β΄ κατηγορίας.
- Τι να κάνουμε άλλο; Αυτά μπορούμε, αυτά κάνουμε! Υπομονή μέχρι να φτιάξουμε το χώρο μας στις Καπναποθήκες της Οδού Περδίκα!
- Ήμουνα νιος και γέρασα μ’ αυτές τις αποθήκες. Μου φαίνεται θα καθιερώσουμε το Ωδείο για καμιά δεκαριά χρόνια και ….. θα πούμε κι ένα τραγούδι.
Ήταν μια φανταστική συζήτηση με κάποιον υπεύθυνο του φεστιβάλ. Απ’ αυτούς εννοείται που το ξεχνούν την επόμενη. Είτε γιατί δε φτάνει η ανησυχία απ’ τη Δράμα μέχρι την Πλατεία Κάνιγγος, είτε γιατί είναι δύσκολο να ιδρώσει το αυτί του ντόπιου προύχοντα, όταν και όπου δεν υπάρχει …φως. Εξάλλου την επανεκλογή του την εξασφαλίζει η Αγία Ανεργία και όλο το οικονομικό Αγιολόγιο που προστατεύει τις υποβαθμισμένες περιοχές της περιφέρειας.
Ας επανέλθουμε όμως στα Ολύμπια. Τις πρώτες 2-3 μέρες τα πράματα ήταν από υποφερτά έως καλά. Η αίθουσα αν και μικρή είναι πολύ καλή και ως εκ τούτου προβλήματα σοβαρά δεν υπήρξαν. Το μεγάλο γλέντι άρχισε την Πέμπτη, όταν ξεκίνησε το Ελληνικό Διαγωνιστικό. Για να βρεις θέση για το βράδυ, έπρεπε να στρωθείς (όχι να την καπαρώσεις) απ’ το απόγευμα. Όσο για τον χώρο έξω απ’ την αίθουσα, φτάνει για τις καθημερινές προβολές του σινεμά αλλά για ένα φεστιβάλ είναι ασφυκτικά μικρός. Για να μην αναφερθώ στον ανύπαρκτο εξωτερικό χώρο, μιας και απ’ την είσοδο των Ολυμπίων βγαίνεις κατευθείαν στην κεντρική Βενιζέλου. Θυμάστε τι γινόταν στον πανέμορφο πεζόδρομο, έξω απ’ τ’ αστέρια;
Όσον αφορά δε το Ωδείο. Εκεί τα πράματα ήταν σαφώς καλύτερα σε στριμωξίδι και ιδρωτίλα, μιας και όπως ήταν λογικό ο κόσμος το ψιλοσνόμπαρε, αλλά χειρότερα από τεχνικής πλευράς μιας και η μηχανή προβολής καταδίκαζε όποια ταινία δεν ήταν γυρισμένη ή μεταγραμμένη σε 24 καρέ/sec. Δε γνωρίζω αν υπήρχε η δυνατότητα, αλλά οι 25άρες ταινίες έβγαιναν πολύ χάλια στο πανί κι ακόμα πιο χάλια στο ηχείο.
Η φωτό είναι της citronella απ' το blog της
«ντίτζι» Α’μ σο ντίτζι!
Πως θα μπορούσε να γραφτεί αλλιώς η «καινοτομία» του φετινού φεστιβάλ, που το 2007!!! δέχτηκε για πρώτη χρονιά ταινίες σε ψηφιακό φορμά. Γιατί αν δεν το γνωρίζετε, εν έτει 2007!!! από καθαρό καπρίτσιο των διοργανωτών οι ταινίες του φεστιβάλ πρέπει να κατατίθενται σε ΦΙΛΜ!!! Πράγμα που σημαίνει ότι αν έκανες ένα ταινιάκι που με γνωστούς και φίλους, σου στοίχισε 1000 ευρά, για να το δεχτεί η επιτροπή του φεστιβάλ, πρέπει να σκάσεις, ανάλογα με το μήκος της ταινίας, πολλές φορές το αρχικό κόστος. Δηλαδή 1000Ε η ταινία και 3000 Ε, στην καλύτερη, το καπρίτσιο της επιτροπής. Αλλά θα με πεις, για πλάκα έχωσε τη χορηγία η Kodak; Πάλι καλά που κάποιοι στην τελετή λήξης υπερθεμάτισαν υπέρ του ψηφιακού και κατήγγειλαν την παραξενιά της μεταγραφής σε φιλμ γιατί αλλιώς θα φαινόταν πολύ στημένο το πράμα.
Τέλος πάντων. Μπροστά στ’ ολότελα …. Έλα ντε όμως που οι υπεύθυνοι δεν κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια. Υπεύθυνους του «ντίτζι» έβαλαν ανθρώπους που μεγάλωσαν και Γέρασαν με το φιλμ, οι οποίοι όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν κατέκριναν την ψηφιακή καταγραφή εικόνας ως πρόχειρη, φτηνή, επιπόλαια, μη καλλιτεχνική κ.λπ Λες και το θέμα είναι το μέσο που καταγράφεις κι όχι το πώς και κυρίως το Τι καταγράφεις.
Εκδηλώσεις – Τοπίο στην ομίχλη
Σιγά και μην κατάλαβε η Δράμα ότι είχε Φεστιβάλ! Κάτι μαλλιάδες κυκλοφορούσαν με καρτελάκια στους δρόμους και τα μαγαζά και στην πλατεία είδαμε τον πανάκριβο (όσο έχει ΝΔ, θα τον βλέπετε συνέχεια μπροστά σας) Μίμη Πλέσα. Α! Και στις ειδήσεις είπαν κανα δυο φορές παραπάνω τη λέξη «Δράμα».
Τελετή Λήξης - Όλα τα λεφτά!
«Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου»
Σχεδόν ποτέ δεν πήγαινα στις τελετές λήξης. Κι ομολογώ πως ήταν ΛΑΘΟΣ ΜΟΥ.
Γιατί τέτοιο σώου δεν πληρώνεται. Σαγόνια να ‘χεις να γελάς! Στις πρώτες σειρές Βουλευτές, παπάδες!!! μπάτσοι!! καραβανάδες!! Και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου από ντόπιο κουστούμι και επίσημη στολή. Πάλι καλά που δεν έκαναν και αγιασμό λήξης! (Τους έχω ικανούς)
Οι δε τοποθετήσεις του δήμαρχου, του Δραμινού υπουργού και άλλων παραγόντων αποδείχθηκαν υπεράνω κριτικής. Το αλληλογλείψιμο, ήταν τόσο αστείο από μόνο του, που τα λόγια περιττεύουν. Ίσως να το συναγωνίζονται οι απορημένες φάτσες των εγκάθετων εποχικών κλακαδόρων «υπαλλήλων» τους που όταν στο άκουσμα της λέξης Καραμαλής χειροκρότησαν, είδαν όλο το αμφιθέατρο να τους κοιτάει με οίκτο. Για να μην αναφερθώ φυσικά στην περίπτωση «σύζυγος του υπουργού μας»!
Πέρα απ’ το φαιδρό όμως της υπόθεσης, υπάρχει και το Δράμα. Γιατί ενώ κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ σου δίνετε η εντύπωση πως ίσως να παίζουν κάπου, σε κάποια γωνία και οι κινηματογραφιστές, στην τελετή λήξης δε σου αφήνουν κανένα περιθώριο. Στο λεν κατάμουτρα: Καλά παίξατε, όσο παίξατε, κοιτάξτε τώρα Who is the Boss!!
Βραβεία
Τι να πεις για τα βραβεία; Πέρα απ’ το βαθύ θάψιμο της ταινίας της Μαρίας Μαγκανάρη «Κλαίνε την ώρα που τα σκοτώνουν», διακρίνονται έένα σωρό πραματούδια, από τα οποία άλλα χωρούν στην υποκειμενικότητα κι άλλα όχι. Όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι σ’ ένα φεστιβάλ σαν το φετινό, που αντικειμενικά (όσο γίνεται) στο Ελληνικό διαγωνιστικό δεν υπήρξε καμιά ταινία σούπερ ντούπερ, μία συμμετοχή μάζεψε τα περισσότερα βραβεία
Τελικά Είχε τίποτα καλό το Φεστιβάλ;
Αν είχε λέει; Πολλά καλούδια, μικρά και μεγάλα, άλλα ίδια για όλους κι άλλα διαφορετικά για τον καθένα.
Τη λαχτάρα της προσμονής μιας γιορτής.
Τις παρέες που ξάφνου μεγαλώνουν με φίλους απ’ τις μητροπόλεις.
Τις συζητήσεις τα βράδια που δραπετεύουν απ’ τα προβλήματα της καθημερινότητας κι ανοίγονται σ’ άλλους ορίζοντες. Με νέες εικόνες απ’ το σινεμά του κόσμου. Με κοινωνικές αλλά και τεχνικές αναλύσεις των ταινιών που καμιά φορά ξεφεύγουν κι επεκτείνονται και σ’ άλλα χωράφια. Σπαρμένα με άλλες τέχνες κι άλλες ιδέες.
Κι ύστερα αυτό το τόσο μεγάλο …..Μικρού Μήκους. Που έχει ξεφύγει, απ’ την γέννηση του ακόμη, απ’ την ισοπεδωτική απλότητα της τηλεόρασης και των μπλοκμπάστερς. Που συχνά αδιαφορεί για την αναλυτική οπτική των ταινιών μεγάλου μήκους, προτάσσοντας στο μυθιστόρημα που αυτές πρεσβεύουν, όχι το διήγημα, αλλά το ποίημα ως απόσταγμα σοφίας και την ποίηση ως ανώτερη όλων των τεχνών.
Αυτά που λες Μαρία – Και του χρόνου με υγεία!