Ανοιγοκλείνω τα παιχνίδια στον υπολογιστή μην έχοντας αποφασίσει πως θα ξοδέψω το υπόλοιπο του χρόνου μου μέχρι το επόμενο κλάμα του μωρού. Ο κάμπος ξοδεύει τις τελευταίες ηλιαχτίδες σ’ ένα ωραίο μωβ ηλιοβασίλεμα πάνω απ’ το Μενοίκιο, χτυπώντας το καμπανάκι για τον τελευταίο γύρο της μέρας.
Στο μυαλό μου ανοιγοκλείνουν παράθυρα, φέρνοντας εικόνες παλιές και προσδοκίες, που τελικά έφεραν μόνον πίκρα. Σε Κάποιο απ’ αυτά, χτυπάει ένας πονοκέφαλος και σκέφτομαι πως δεν είναι στο χέρι μου να του κλείσω την πόρτα. Θα προσπαθήσω να τον κρατήσω απ’ έξω.
Ήρθα σ’ αυτή την πόλη γιατί έπαιζαν κάποια πράματα. Ένα ραδιόφωνο, μια εφημερίδα, διάφορες παρέες, φίλοι για να παίζουμε μουσική, για να κάνουμε πράματα, για να μιλάμε και ν’ ακουμπάμε ο ένας στον άλλο, ησυχία, άνεση στις μετακινήσεις ….
Σιγά σιγά όμως, τα περισσότερα αλλάζουν. Ίσως γιατί είναι η ίδια η ζωή που αλλάζει. Άλλα, κοιτώντας τα, σε κάνουν να τσατίζεσαι γιατί δεν άξιζαν τελικά να τους χαρίσεις τόσα πολλά, άλλα σε κάνουν να μελαγχολείς γιατί δεν άξιζαν ούτε το ελάχιστο, πόσο μάλλον όσα έδωσες κι άλλα σου υπενθυμίζουν ότι ουσιαστικά οι συλλογικότητες είναι μια αυταπάτη κι ότι μόνος σου γεννιέσαι και μόνος σου πορεύεσαι. Απλά στο ενδιάμεσο αναζητάς κάποιες παρέες για να μην αισθάνεσαι μόνος στο ταξίδι. Κάτι σαν τη θρυλική εργατική τάξη που στην πλειοψηφία της στηρίζει και διαιωνίζει όλη αυτή την καταστροφικά συντηρητική παπάρα που ζει ο πλανήτης.
Στα τζάμια μια καφεκιτρινη σφήκα σχηματίζει με τα φτεράκια της ένα τεράστιο «τεσπά» κι η μέρα παίρνει το δρόμο της, όπως τόσες και τόσες σ’ αυτή την πόλη που επέλεξα να ζήσω και πλέον δικαιολογεί ελάχιστα αυτή την απόφαση.
Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου