Πέμπτη, Νοεμβρίου 24, 2005
Α) Να ήμουνα παιδί μαγεμένο απ' τα στολίδια και τα φώτα των γιορτών
Β) Να ήμουνα παιδί στολισμένο με φωτάκια σε βιτρίνα
Γ) Να ήμουνα παιδί πλαστικό παιχνίδι σε δέντρο
Δ) ....
Προσθέστε το δικό σας «Αχ πόσο θα ήθελα:»
Είμαι όμως:
Α) Παιδάκι ηλεκτρομαγνητισμένο απ' τις ακτινοβολίες α) του κινητού μου β) των πυλώνων υψηλής τάσης κοντά στο σπίτι μου γ) της κεραίας κινητής τηλεφωνίας που είναι δίπλα στο σχολείο μου και δ) από ότι άλλο .... προαιρείστε.
Β) Παιδάκι που αστράφτω απ' τη λάμψη της τηλεόρασης που έχω μπροστά στα μούτρα μου
Γ) Παιδάκι που ακτινοβολώ απ' την μαγική ενέργεια - Super Power που μου χάρισε ένα καρτούν που μπήκε στο σώμα μου.
Δ) ....
Προσθέστε το δικό σας «Είμαι όμως:»
Ή πάλι; ....
Προσθέστε οτιδήποτε νομίζετε. Τα παιδάκια εξάλλου λεν ότι είναι σφουγγάρια γνώσεων. Πλαστελίνες με τις οποίες ....
Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2005
Στις 17/11/05 Ήταν τα γενέθλιά μου
- 'morning
- What's new?
- Not much ...
- ...
Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι ότι έχω μπλοκαριστεί σε μια πραγματικότητα που ενώ είναι η δικιά μου, εγώ έχω τον ρόλο του κομπάρσου και πολλές φορές ακόμη χειρότερα, αυτόν του ... παρατηρητή. Συνήθως αυτές οι καταστάσεις ματριξοφέρνουν. Όταν ζεις π.χ σε περιβάλλοντα σκληρής ή έστω απλά χαζής ιεραρχίας, (Αλήθεια πως θα μπορούσε να είναι καλή η ιεραρχία;) ή όταν έχεις μπλέξει σε αδιέξοδες ιστορίες. Στην περίπτωση μου όμως, ούτε το 'να συμβαίνει, ούτε τ' άλλο. Μήπως τελικά, αν έχεις μάθει να χειρίζεσαι ... αλλά πάλι αυτό δεν παίζει ... Ξέρω γώ ...
17/11/05 Ήταν τα γενέθλιά μου.
Κοιτάζω το προχτεσινό κείμενο για τα γκαντέμικα γενέθλια κι ένα χαμόγελο προσπαθεί να βγει στον έξω κόσμο. Τα χείλια όμως αρνούνται ν' ανοίξουν. Μεεεέσα γρήγορα! Είναι απασχολημένα. Παρακολουθούν τα χέρια που χορεύουν στο πληκτρολόγιο. Το αριστερό αυτί μου προσπαθεί να συνέλθει από μια καταντίπ χαζοωτίτιδα και μ' έχει τρελάνει στη φαγούρα, και μια αλλεργία πείσμωσε και δε λέει να κάνει πίσω. Επισκευή και πέταμα! Πρόπερσι τέτοια μέρα,τέτοια ώρα, ετοιμαζόμουνα για λάιβ. Κλιμακτήριο ρόκ! Φέτος αρκούμαι σε ημίφως, γραμματάκια στη σειρά και στο winamp Tom Waits.
She sends me Blue Valentines
All the way from Philadelphia
to mark the anniversary
of someone
that I use to be
And it feels like ...
Άλλες χρονιές στη Θεσνίκη τη μέρα αυτή την περνούσα ολομόναχος. Σχολούσα απ' τη δουλειά, ΜΠΛΙΑΑΧΧ!! έκοβα καμιά βόλτα στο κέντρο, ξεκινώντας από Αριστοτέλους προς τ' ανατολικά και κατέληγα σπίτι. Καθόμουνα λίγο και ξανάβγαινα για την πορεία. Κατέβαινα με λεφορείο στην Καμάρα κι έπαιρνα αμπάριζα όλες τις πορείες, μέχρι να καταλήξω σε όποια είχα τους περισσότερους γνωστούς. Στην πορεία φυσικά και χωρίς καμιά συνεννόηση θα έβρισκα τον φίλο μου τον Σάββα, ο οποίος όλο και κάτι θα μου 'λεγε για την επταετία στη Θεσνίκη που δεν θα το 'ξερα. Και λίγο από δω, λίγο από κει, πάντα καταλήγαμε στον συγχωρεμένο τον Τάσο το Δαρβέρη, στον Τριαντάφυλλο το Μυταφίδη, στον Τζίμη τον Τίγρη, αλλά και στο θειο του, που ήταν ασφαλίτης εκείνη την εποχή και ακόμη κυκλοφορεί με την Εστία ανά χείρας, σαν τον Δράκουλα του Ζερβού. (Μιχάλη Ευχαριστώ για το dvd)
Η καλύτερή μας ήταν όταν γινόταν επεισόδια. Την κάναμε στη μπάντα και το ρίχναμε στον χαβαλέ. Κι αν γινόταν στο αμερικάνικο προξενείο, αν και ψιλοβαρετά, γιατί στενή η παραλία, μαλακία η Τσιμισκή, γύρω γύρω στενά .... πηγαίναμε προς Λευκό Πύργο ή Αριστοτέλους και τα βλέπαμε από κει. Αν όμως γινόταν στη Θεολογική παίρναμε μπύρες και το ξενυχτούσαμε. Κάναμε πλάκα με τους πάντες και τα πάντα. Κυρίως όμως με τους μπάτσους που ή ντυμένοι φρικιά προσπαθούσαν να μπουν μέσα απ' τα κάγκελα να "βοηθήσουν" ή ως αγανακτισμένοι πολίτες παρότρυναν τα ματ να βαρέσουν στο ψαχνό.
5:30 το απόγευμα. Απόλυτη ησυχία. Μόνο η φωνή του ... Πρέπει να δω και τα υπόλοιπα "καφέδες και τσιγάρα"
Ένας φίλος τις προάλλες μου είπε πως ότι δικαιούται ο καθένας, καλό ή κακό, το παίρνει το βράδυ που ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Την ώρα που κλείνει τα μάτια για να τον πάρει ο ύπνος. Εγώ τα βράδια προσπαθώ να ξορκίσω τα χτικιά μου και κάνω σχέδια για το μέλλον. Να εγκαταστήσω στο πισί μου κανα σεκουένσερ να ηχογραφώ. Να ... Να ... και μετά ... Κάποτε τα καταφέρνω να κοιμηθώ, κάποτε όχι. Θυμάμαι πως κάποτε δεν είχα τίποτα όμορφο να μου κάνει συντροφιά τα βράδια πριν τον ύπνο, να με νανουρίσει. Τώρα αν μη τι άλλο....
6:30 Τέτοια ώρα στη Δράμα πήγαινα για εκπομπή.
Μες το μυαλό μου κυκλοφορούν ένα σωρό μελωδίες. Τι ωραία! Σα λαλαλαλαλαλα .... Σκέφτομαι πως θα 'χε φάση αυτό το διάστημα κάνα ταξιδάκι. Αλλά ...
Και γαμώ τα κομμάτια ...
September's reminding July
It's time to be saying goodbye
Summer is gone
our love remains
like old broken bicycles
out in the rain
Το βράδυ μετά τη δουλειά ίσως πάω για κανα ποτό.
- John asks me "what's new"
- Really?
- Hey look! Howard is being eaten!
- Is he?
Η έγχρωμη εικόνα είναι της Gabriella Giandelli
Η ασπρόμαυρη είναι του Gilberto Maringoni
Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον
ΤΑΣΟ ΔΑΡΒΕΡΗ, ένα ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
Πέμπτη, Νοεμβρίου 17, 2005
ΕΝΑ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΠΑΡΤΥ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ Διήγημα καθημερινής φαντασίας
Στο ασανσέρ, η συνηθισμένη κατάσταση του ρίχνει ένα πρώτο touch βρωμιάς. Βγαίνοντας στο δρόμο, το καρέ δυσοσμίας και βρωμιάς συμπληρώνεται απ' τον υπερπλήρη κάδο σκουπιδιών με την απαραίτητη φυσικά γαρνιτούρα γύρω του. Ο ψιλικατζής με μια υποτιμητική ματιά κι ένα νεύμα απαξίωσης του λεει με ύφος έντονο ότι δε μπορεί να αγοράσει εφημερίδα με πενηντάρικο και ουσιαστικά τον διαολοστέλνει. Τσατισμένος και με την υπόσχεση, για ακόμη μια φορά στον εαυτό του, ότι δε θα ξαναψωνίσει απ’ αυτόν το μαλάκα, σέρνει τα βήματα του μέχρι το περίπτερο, στην άλλη άκρη του δρόμου. Φορτωμένος και με κάνα δυο "ενδιαφέροντα" σιντί που βρήκε σε προσφορά από παλιά περιοδικά και με την τσέπη της φόρμας του αρκετά ελαφρύτερη, παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Ακόμη και τα πιο απλά πράματα, σ’ αυτή την κωλοπόλη που έχουμε στριμωχτεί, γίνονται επικίνδυνες αποστολές σκέφτεται. Με μια ματιά στα σιντί και με τη σκέψη αυτή παραμάσχαλα, για ακόμη μια φορά, προσπαθεί να ξορκίσει το παρακμιακό σκηνικό πού έχει μπροστά του. Η βρώμα της χαλασμένης αποχέτευσης, σε συνδυασμό με τις ροχάλες που αμολάει το κωλόπαιδο απ' τον τρίτο στο ασανσέρ και τα λάδια στο διάδρομο απ’ τις σχισμένες σακούλες σκουπιδιών, δημιουργούν μια κατάσταση που όμοιά της συναντάς μόνο σε αστικά μεταπυρηνικά σκηνικά τύπου Μάντ Μαξ.
Η εικόνα του σπιτιού του, ή μάλλον η σιγουριά ότι τις επόμενες ώρες δεν πρόκειται να τον ενοχλήσει κανείς, πρόσκαιρα τον ηρεμεί. Μπαίνοντας στην κουζίνα όμως για να κάνει, μ' ένα φλιτζάνι καφέ, την αρχή της ευτυχούς συνέχειας, το μάτι του πέφτει στο πλυντήριο και αισθάνεται το κορμί του σιγά σιγά να παγώνει. Γαμώτο μου! το κωλοπλυντήριο, θέλει άδειασμα! Αργά το βράδυ πρέπει να τέλειωσε το πλύσιμο και τώρα πρέπει κάποιος να το αδειάσει και να απλώσει τα ρούχα του. Συντρίμμια! Η συμπληρωματική σκέψη όμως της τεράστιας αξίας του πλυντηρίου, απαλύνει κάπως τον πόνο του και τον οδηγεί στο μπάνιο, στην επίσημη κατοικία της μεγάλης κόκκινης πλαστικής λεκάνης. Ο καλός καιρός αλλά και η θέα απ' τον πέμπτο ομορφαίνουν κάπως τις στιγμές του απλώματος και τον κάνουν να αποφασίσει ότι τον καφέ και την εφημερίδα θα τα απολαύσει στο παράξενα για την εποχή ανοιξιάτικο μπαλκόνι του.
Όλη την ώρα του απλώματος του κρατάει συντροφιά μια πανέμορφη γκριζόμαυρη δεκαοχτούρα, απ' αυτές που είναι γεμάτη η γειτονιά του. Πάει κοντά της αλλά αυτή δεν τρομάζει. Λες νάναι μια απ' τις δύο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη γλάστρα με το κρεμαστό; Αναρωτιέται στιγμιαία. Στην προσπάθειά του όμως να την πλησιάσει κι άλλο, την βλέπει να φεύγει ψηλά αφήνοντας μια ωραία κουτσουλιά στο πεντακάθαρο σεντόνι. Θεωρεί πως είναι ψευδαίσθηση και πως δεν συνέβη αυτό που μόλις είδε και γυρνάει απ' την άλλη σίγουρος ότι όταν ξανακοιτάξει το σεντόνι θα είναι καθαρό όπως λίγο πριν. Μάταια όμως, το σεντόνι εξακολουθεί να είναι λερωμένο.
Πλέον το πρωινό του έχει αρχίσει να παίρνει τον δρόμο της καταστροφής. Πριν όμως το αποφασίσει, βάζει κάτω απ' τη βρύση το σεντόνι, το ξεπλένει και το βάζει στην κόκκινη λεκάνη με απορρυπαντικό για το χέρι. Βάζει γρήγορα καφέ και με την εφημερίδα στο άλλο χέρι κατευθύνεται για την άλλη πλευρά του μπαλκονιού, αποφασισμένος να μην κάνει τίποτα άλλο πέρα απ' το να πίνει καφέ και να διαβάζει εφημερίδα μετά ελαφράς μουσικής.
Ευσεβείς πόθοι! Σε κλάσματα δευτερολέπτου ακούγεται το κουδούνι απ' το θυροτηλέφωνο. Δεν απαντώ που να σκάσει σκέφτεται και απλώνει τα πράματα στο τραπέζι.
Έτσι που χτυπάει συνέχεια όμως, είναι τόσο ενοχλητικό που δεν του επιτρέπει να μείνει πιστός στην υπόσχεση που έδωσε λίγο πριν στον εαυτό του. Με δυο βήματα φτάνει στην πόρτα και γεμάτος τσατίλα εξαπολύει προς το ακουστικό ένα πολεμικό ΝΑΙΑΙΑΙ! Ήταν ο φίλος του ο Μήτσος. Έλα ρε τι έγινε; Του λεει με βαριά καρδιά. "Τι να γίνει φιλαράκι; Καλά! Απλά περνούσα απ’ τη γειτονιά σου και όπως περίμενα στο φανάρι, δίπλα μου ήταν παρκαρισμένο το αμάξι σου και πρόσεξα ότι είχε ξεφουσκωμένο το ένα του λάστιχο. Επειδή ξέρω ότι δεν το πολυκουνάς, σκέφτηκα ότι ίσως να μην το έχεις δει και πριν καταστραφεί εντελώς και θες καινούργιο, θεώρησα καλό να σου το πω. Φεύγω όμως τώρα γιατί βιάζομαι. Άντε τσάο!"
Κόκαλο! Ω ρε πούστη και το χρειαζόμουνα το αμάξι σήμερα. Άντε τρέχα τώρα!
Μ’ αυτές τις σκέψεις και με την τρίχα σηκωμένη στην πέτσα του κάθεται στην πολυθρόνα του μπαλκονιού μπροστά στον θρυλικό πλέον καφέ και την ακόμη πιο θρυλική εφημερίδα του. Τραβάει μια γερή ρουφηξιά κι επιτέλους ρίχνει την πρώτη του ματιά στην εφημερίδα. Το πρωτοσέλιδο πολεμικό: "Σε αστυνομικό κλοιό το κέντρο της Αθήνας από το φόβο επέμβασης των αναρχικών στην σημερινή πορεία του πολυτεχνείου!" Για λίγα λεπτά παραμένει ανέκφραστος. Αν μπορούσε να δει το πρόσωπό του θα έβλεπε ότι είχε αλλάξει σε ένα λεπτό όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Πριν όμως ολοκληρώσει μια σκέψη που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του, ακούγεται το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Αργά και αρκετά βαριεστημένα πλησιάζει τη συσκευή και σηκώνει το ακουστικό. Ένα άηχο "ναι" βγαίνει χωρίς καμιά όρεξη απ’ το στόμα του. Στην άλλη άκρη του σύρματος ήταν η καλή του. "Έλα αγάπη μου... Χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου! Να τα κατοστήσεις! Το είδες το δώρο; Σου άρεσε; Εγώ μέχρι το βράδυ θα είμαι στη δουλειά, εσύ τι θα κάνεις;"
.....................................................
"Α και μην απλώσεις τα ρούχα, θα τα απλώσω εγώ. Απλά άνοιξε λίγο το πλυντήριο να μη μυρίσουν.........."
ληστές
Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2005
Ένα πρωί στη Λαϊκή
Εξάλλου οι Λωτοί δε φημίζονται για την πολυλογία τους. Για την πολυλογία τους φημίζονται οι γαλιάντρες, οι καρδερίνες, τα ρυάκια, αλλά σε καμιά περίπτωση οι Λωτοί. Γι αυτό το λόγο δεν θα δεις πουθενά γραμμένο, ούτε θ' ακούσεις πουθενά «Πιάσαν την πάρλα οι Λωτοί» ή «ο - η .... είναι σαν Λωτός. Αν αρχίσει να μιλάει, δε σταματάει με τίποτα» ή «αν μας κολλήσει αυτός ο Λωτός, ξημερώσαμε!»
Τούς ρώτησα αν είναι φρέσκοι και μου είπαν πως είναι φρεσκοκομμένοι αλλά περάσανε ένα βράδυ σε μια κατάψυξη για να λειώσει η σάρκα τους και να γλυκίσουν, γιατί ήταν πολύ στυφοί. Αγόρασα ένα ζευγάρι που μου φαινόταν λειωμένο από έρωτα και προχώρησα παρακάτω να δω μια φασαρία που γινότανε στον πάγκο του ψαρά. Όπως το περίμενα. Μια παρέα από τσιπούρες ιχθυοτροφείου τσακώνονταν με κάτι σαργούς πελαγίσιους. Φωνές και κακό να δείτε! Χώρια τα λέπια που γέμισαν τον τόπο. Από καθαρή περιέργεια έπιασα την κουβέντα με κάτι λαυράκια που είδαν την σκηνή απ' την αρχή κι έμαθα ένα σωρό πράματα που ούτε τα 'χα φανταστεί. Οι σαργοί, λέει, κόλλησαν στις τσιπούρες και αυτές τους αποκάλεσαν «Αλήήήτες του πελάάγους». Αυτοί τα πήραν άσχημα στο κρανίο κι άρχισαν να τις αποκαλούν «Κόόότες» που αντί να μεγαλώνουν λεύτερες στη θάλασσα, τις έχουν κλεισμένες σε κοτέτσια κι ότι ούτε φαί δε μπορούν να βρουν μόνες τους, οι φλωρογκόμενες του κολεγίου. Αυτές παρεξηγήθηκαν και τους πλάκωσαν με τα παγάκια της κασέλας κι άρχισε το πατιρντί. Εδώ που τα λέμε όμως, μπορεί οι σαργοί να ξεκινήσανε τον καυγά. Όμως κι οι τσιπούρες είπαν βαριά λόγια. Δε μπορείς κυρά μου να αποκαλείς αλήτη, τον πρίγκιπα των ψαριών. Θα σε βαρέσει. Γιατί για μια υπόληψη ζει σ' αυτή την κοινωνία.
Γεμάτος λέπια αποχώρησα απ' το πεδίο της μάχης και πήγα παρακάτω να συμπαρασταθώ σ' ένα λευκό χρυσάνθεμο που είχε μείνει μόνο του. Μιλήσαμε λίγο και πάνω που 'θελα να φύγω, μου λέει «κερνάς καφέ;». Τι να του 'λεγα τώρα; Όχι; Δε λέγονται τέτοια πράματα. Έτσι το 'βαλα σε μια σακούλα πήρα και λίγο χώμα να καθίσει πιο άνετα και κατηφόρισα.
Πιο κάτω μια κυρία διαπληκτιζόταν με κάτι βρειοαφρικάνους μετανάστες που πουλούσαν χαλιά και κατσαρολικά. Τους έλεγε να γυρίσουν στην πατρίδα τους και να την αφήσουν ήσυχη γιατί της κλέβουν τη δουλειά, το φαί και ίσως κι άλλα πράγματα που δεν άκουσα γιατί απομακρυνόμενη μας γύρισε την πλάτη και μιλούσε μέσα στο στόμα της. Είμαι σίγουρος πως στα συννεφάκια πάνω απ' το κεφάλι της θα είχε βόμβες, τανκς, τον γιο της με Ελληνική σημαία, τον άντρα της με το δίκανο και ίσως και την φωτογραφία του Χριστόδουλου.
Στο δρόμο για το σπίτι μου, ένοιωσα να με φωνάζουν κάτι εφημερίδες, αλλά έκανα πως δεν τις άκουσα. Ελπίζω την Τετάρτη που θα πάω στο περίπτερο να μη μου κρατάν μούτρα. Δεν πιστεύω δηλαδή, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.....
Ζήτω το Καμένο Παρίσι!
Εμπρός για μια Νέα Γενναία Καμένη Αθήνα!