Τετάρτη, Ιουλίου 22, 2009

ΚΥΡΙΑΚΗ Opus II


Ο Κυριάκος Πόγιομας σταυροκοπήθηκε, κοιτάζοντας όλα αυτά τα εξωφρενικά στην οθόνη του κινητού του και ένας πόνος στο υπογάστριο τον ειδοποίησε πως έπρεπε να σταματήσει για κατούρημα.

Αλλά αν έκοβε τη ροή της ιστορίας;

Τι θα γινόταν;

Τι θα συνέβαινε;

Κοίταξε ένα μισοάδειο πλαστικό μπουκάλι νερού κι αφού ακολουθώντας για εκατομμυριοστή φορά τη συμβουλή του ψυχαναλυτή του, σκέφτηκε ότι είναι μισογεμάτο, αποφάσισε να μην κατουρήσει μέσα του και το βρωμίσει, υποτάσσοντας τη σωματική του ανάγκη στην προβληματική «Ξέρεις πόσα παιδιά, δεν έχουν νερό να πιουν;» που έθετε η γιγαντοοθόνη στα δεξά του

Η φούσκα του όμως έστειλε απειλητικά την πρώτη σταγόνα στο βρακί του, αλλά ευτυχώς για καλή του τύχη μια άλλη ταμπέλα τον πληροφορούσε πως στο ένα χιλιόμετρο υπάρχει κάποια Ρεστάρια. Σαν Λατινοαμερικάνος παίχτης, σκέφτηκε. Χουαν Ραμόν Ρεστάρια! Και γέλασε διακριτικά πλησιάζοντας μια παρέα προσκυνητών Χάρε Κρίσνα Χάρε Χάρε που με τα κουδουνάκια τους πήγαιναν προς την τουαλέτα να ευχαριστήσουν το πνεύμα του νερού που ξεπλένει τις λεκάνες και μας προφυλάσσει απ’ τις βρωμιές.

Δεν άργησαν. Λιβάνισαν την αίθουσα ανακούφισης και εξήλθαν σαν τα πετεινά του ουρανού, αφήνοντας πίσω τους μια χαλαρή αύρα αθωότητας που δρόσισε και το πιο κάκοσμο σεπαρέ, κάνοντας πιο ευχάριστη την πορεία των ούρων προς το καπάκι της τουαλέτας.

Τελειώνοντας, κούμπωσε το φερμουάρ του παντελονιού του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, ρίχνονατς μια φευγαλέα μιατιά στις εφημερίδες. Διέκρινε νόστιμα λάθη σ’ αυτήν του την κίνηση και έπιασε κάποιο απ’ αυτά να το φάει.

Που ‘σαι φίλε λείπει το Τάφ από τη λέξη δεν τρώγεται! Ακούγεται απ’ την τρύπα του περιπτερά.

Κι άλλοι την πάτησαν!

Και γυρνώντας αριστερά και δεξιά είδε ένα σωρό τύπους που προσπαθούσαν να φαν τη λέξη Ρίχνονατς. Την έκοβαν, την έραβαν, την στριφογύριζαν, δεν τρώγονταν με τίποτα.

Παραγγέλνει ένα καφέ, καφέ χρώματος με μπεζ καϊμάκι και ένα μπομπολόνε και χαίρεται ιδιαίτερα που δεν έπεσε στην παγίδα να ζητήσει ντόνατς γιατί το είχε ως αρχή να μην πέφτει ποτέ στην παγίδα των προσφορών των εφημερίδων και να πέφτει.

Διόρθωσε με το στυλό τις λάθος λέξεις της εφημερίδας και κατευθύνθηκε για το αμάξι του. Όταν μπω, σκέφτηκε, θα βάλω αποφασιστικά το κλειδί στη μίζα και θα ξεκινήσω. Κι αυτό έκανε. Γκαζώνοντας στον αυτοκινητόδρομο, χάζευε το τοπίο, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν υπάρχει προορισμός κι ότι η διαδρομή είναι πάντα η ίδια: Απ’ το μηδέν Στο μηδέν. Έτσι σκάρωσε μια μελωδία και την έντυσε με το ποίημα της Domenica Serra (mama), ελαφρά συμπληρωμένο:

Ο δρόμος απ' το τίποτα στο κάτι
και το αντίστροφο
είναι αυτός που φτιάχνει τη ζωή μας
όπως το 0 και το 1,

σχηματίζουν τα πιξλ της ηλεκτρονικής μας εικόνας

Κι η ζωή μας ξεκινάει απ’ το 0

κι εκεί μας πάει πάλι

με ένα σωρό καρούμπαλα και άσους

στο κεφάλι.

Τέλος

Λίγο πριν (Αυτό από κάπου ξέμεινε. Ας το αφήσουμε να ζήσει)

1 σχόλιο:

Rodia είπε...

(συνεχίζω)

Λίγο πριν ξημερώσει,
χάθηκε το μηδέν και...
φάνηκε το ένα, ο Ασσος.
Η Ζωή τον πήγαινε στον Ασσο,
αλλά αυτός είχε πάει πάσο!!!